- παρακαύσῃς
- παρακαίομαιaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακαίω — ΝΜΑ νεοελλ. θερμαίνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό («πρόσεξε μην παρακάψεις το βούτυρο») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμότητα, είμαι πολύ καυτός («σήμερα παρακαίει ο ήλιος») αρχ. 1. καίω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πῡρ παρακαίειν τοῑς νοσοῡσι», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek